- ὕβωσις
- ὕβ-ωσις, εως, ἡ,A condition of being humpbacked, Id.Mochl.36, al., Gal.18(1).77, Sch.Theoc.5.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕβωσις — condition of being humpbacked fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβωσιν — ὕβωσις condition of being humpbacked fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύβωση — η / ὕβωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑβοῡμαι] κύρτωση, καμπούριασμα … Dictionary of Greek